Οικονομικές ασκήσεις δύσκολης ισορροπίας ξεκινούν μετά τις ευρωεκλογές για την κυβέρνηση

Οικονομία

Ασκήσεις δύσκολης ισορροπίας ξεκινούν μετά τις ευρωεκλογές για την κυβέρνηση
Υπέρβαση του σκοπέλου των παροχών θα επιδιώξει η κυβέρνηση στο Eurogroup της 13ης Ιουνίου, όπου θα γίνει ο πρώτος επίσημος απολογισμός για τις επιπτώσεις των μέτρων φορολογικής ελάφρυνσης και στήριξης των αδύναμων εισοδηματικά κοινωνικών ομάδων στο πρόγραμμα ενισχυμένης εποπτείας που εφαρμόζει η Ελλάδα.
Καταλυτικό ρόλο θα διαδραματίσουν οι μετεκλογικές ισορροπίες, τόσο εντός όσο κι’ εκτός των συνόρων, για το τελικό ύφος των τοποθετήσεων που θα υιοθετήσουν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί.
Θα διαφανεί καθαρά εάν θα υιοθετήσουν το κλίμα των συστάσεων για τον κίνδυνο δημοσιονομικού εκτροχιασμού ή την άποψη ορισμένων αξιωματούχων της ευρωζώνης για «ιστορία επιτυχίας» που γράφεται στην Ελλάδα.
«Βαρόμετρο» για την υπουργική σύνοδο μετά τις ευρωεκλογές και τις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται για την δημοσιονομική «τρύπα» του 2019 – η οποία εκτιμάται από τους πιστωτές ότι μπορεί να φθάσει ακόμη και στο 0,5% του ΑΕΠ ή στα 900 εκατ. ευρώ – θα αποτελέσουν τα στοιχεία για την πορεία της ελληνικής οικονομίας που θα ανακοινώσει η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΣΤ) στις 4 Ιουνίου και θα αφορούν το πρώτο τρίμηνο του 2019.
Το ενδιαφέρον που συγκεντρώνουν αυτά τα στοιχεία είναι ιδιαίτερα μεγάλο, από τη στιγμή που το 2018, το ΑΕΠ κινήθηκε κάτω από τον κυβερνητικό στόχο κλείνοντας με άνοδο 1,9%.
Ήδη για το 2019, το οικονομικό επιτελείο αναθεώρησε επί το χειρότερο την πρόβλεψη για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, κρίνοντας ρεαλιστική την αρχική πρόβλεψη του κρατικού προϋπολογισμού για 2,5%.
Στο Πρόγραμμα Σταθερότητας έτους 2019 ο πήχης για τον ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας χαμήλωσε στο 2,3%, κοντά δηλαδή στην πρόβλεψη της Κομισιόν για 2,2%.
Πρέπει να σημειωθεί ότι οι προβλέψεις που έχουν κάνει Τράπεζα της Ελλάδος και ΙΟΒΕ βασίζονται σε ακόμη πιο συντηρητικές εκτιμήσεις αφού προβλέπουν ανάπτυξη μόλις 1,9% για φέτος, ενώ ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι η αύξηση που θα σημειώσει φέτος το ελληνικό ΑΕΠ δεν θα είναι κάτω από 2,1%.
Μόνο το ΔΝΤ δεν έχει προχωρήσει σε αναθεώρηση των προβλέψεων του, επιμένοντας ότι η ελληνική οικονομική θα κινηθεί με ταχύτητες 2,4%. Σε κάθε περίπτωση οι επιδόσεις της Ελλάδας θα είναι πολύ υψηλότερες από αυτές της ευρωζώνης.
Ένα ακόμα ζήτημα που θα επηρεαστεί από τις μετεκλογικές εξελίξεις είναι αυτό της πρόωρης αποπληρωμής μέρους των δανείων που έλαβε η χώρα μας από το ΔΝΤ. Δεν αποκλείεται ορισμένοι εταίροι να «τρενάρουν» τις διαδικασίες καθώς η κυβέρνηση υπολόγισε ουσιαστικά στο δημοσιονομικό χώρο περίπου 200 εκατ. ευρώ, τα οποία θα κερδηθούν από την πρόωρη αποπληρωμή δανείων ύψους περίπου 3,6 δισ. ευρώ.
Σ’ αυτή την περίπτωση το θέμα της μερικής εξόφλησης του Ταμείου είναι πολύ πιθανό να μην έρθει για συζήτηση στο Eurogroup της 13ης Ιουνίου αλλά στην υπουργική σύνοδο του Ιουλίου.
Ορισμένες χώρες όπως για παράδειγμα η Ολλανδία υποστηρίζουν ότι το φλέγον θέμα στην τρέχουσα συγκυρία δεν είναι η εξόφληση των δόσεων του ΔΝΤ αλλά οι παροχές της κυβέρνησης.
Θεωρούν ότι προκαλούν πρόβλημα στις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η Ελλάδα για τα πλεονάσματα. Στο ίδιο κάδρο μπαίνουν και οι ανησυχίες των διεθνών οργανισμών και των οίκων αξιολόγησης για την ταχύτητα με την οποία η κυβέρνηση προχωρά στην αντιστροφή των μνημονιακών μέτρων.
Στις Βρυξέλλες πάντως είχαν εγκαίρως ενημερωθεί για το περιεχόμενο των ανακοινώσεων του πρωθυπουργού.
Παρά ταύτα, το κλίμα για την Ελλάδα ψυχράνθηκε, ενώ οι αναφορές από το οικονομικό επιτελείο σε περαιτέρω θετικά μέτρα -αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο ακόμη και για επιστροφή του ΕΚΑΣ στους συνταξιούχους- εντείνουν τις ανησυχίες σε ορισμένους κύκλους των ευρωπαϊκών θεσμών.
Ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος περίμενε πάντως αυτές τις αντιδράσεις.
Άλλωστε, όπως ο ίδιος έχει δηλώσει, τα μέτρα που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός είναι κοστολογημένα και πλήρως συμβατά με τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο, όπως αυτός αποτυπώθηκε στο Πρόγραμμα Σταθερότητας, και προβλέπει πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο 0,6% του ΑΕΠ ή 1,14 δισ. ευρώ για το 2019.
Μετά από τα όσα συμβαίνουν στη βελγική πρωτεύουσα, το διάστημα που θα ακολουθήσει μετά τις ευρωεκλογές αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς:
-Στις 3 Ιουνίου συνεδριάζει το Euroworking Group για τις επιπτώσεις των εξαγγελιών Τσίπρα στο ελληνικό πρόγραμμα και συγκεκριμένα, σχετικά με το ενδεχόμενο ύπαρξης δημοσιονομικού «κενού» 0,5% του ΑΕΠ ή 900 εκατ. ευρώ το 2019 και πάνω από 1% του ΑΕΠ ή 1,8 δισ. το 2020.
– Στις 4 Ιουνίου θα ανακοινώσει η ΕΛΣΤΑΤ τα στοιχεία πορείας της ελληνικής οικονομίας στο πρώτο τρίμηνο του 2019.
-Στις 5 Ιουνίου δημοσιεύεται η 3η έκθεση μεταμνημονιακής αξιολόγησης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία, πέρα από τις παρατηρήσεις του κουαρτέτου πάνω στα προαπαιτούμενα της 3ης μεταμνημονιακής αξιολόγησης (πλήρης αναθεώρηση του Νόμου Κατσέλη, εφαρμογή του νέου πλαισίου προστασίας πρώτης κατοικίας, πρωτοβουλίες για τον περιορισμό των αναβολών από τα δικαστήρια των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, πορεία του προγράμματος των ιδιωτικοποιήσεων, ληξιπρόθεσμα χρέη του ελληνικού κράτους, κ.ά.), θα αφιερώνει ολόκληρο κεφάλαιο στα μέτρα ελάφρυνσης που εξαγγέλθηκαν, αλλά και αναφορές στον αναθεωρημένο στόχο για πρωτογενές αποτέλεσμα 4,1% του ΑΕΠ το 2019.
-Στις 10 Ιουνίου θα έχει δημοσιευτεί η «ατζέντα» με τα θέματα που θα απασχολήσουν το Εurogroup της 13ης Ιουνίου και εκεί θα μάθουμε αν o ESM μεταφέρει το ελληνικό αίτημα στη σύνοδο της ευρωζώνης για την πρόωρη αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ.
Το σχέδιο προβλέπει ότι θα προεξοφληθούν άμεσα τα δάνεια που λήγουν μέχρι το 2020, ύψους 3,6, επί συνόλου 9,3 δισ. ευρώ που απομένουν και λήγουν έως το 2023. Μετά την έγκριση από τοEurogroup, το θέμα θα εισαχθεί στα κοινοβούλια των χωρών της ευρωζώνης τα οποία θα πρέπει να γνωμοδοτήσουν θετικά για το αίτημα της Ελλάδας.
-Στις 13 Ιουνίου θα συνεδριάσει το Εurogoup με την Ελλάδα να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της ατζέντας.
Καθώς θα έχει καθίσει η σκόνη των ευρωεκλογών, η Αθήνα θα περιμένει τις επίσημες τοποθετήσεις της ευρωομάδας και πρωτίστως τις παρεμβάσεις των Ολλανδών και των Γερμανών για τα θετικά μέτρα που νομοθέτησε και την πρόταση για χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα στο 2,5% του ΑΕΠ, με χρήματα που θα δοθούν ως εγγύηση και αναλογούν στο ύψος των στόχων 3,5% του ΑΕΠ που ορίζει το πρόγραμμα ενισχυμένης εποπτείας έως το 2022. Και φυσικά τις απόψεις του οργάνου για το δημοσιονομικό κενό.

Μάριος Χριστοδούλου
ΠΗΓΗ bankingnews